- φαρμακογνώστης
- ο специалист по фармакогнозии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακογνώστης — ο, Ν επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φαρμακογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαρμακογνωσία ή στον φαρμακογνώστη 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακογνωστική η φαρμακογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα] … Dictionary of Greek